- εκκλησιασμός
- οη παρακολούθηση της θείας λειτουργίας ή άλλης ιερής ακολουθίας που τελείται στο ναό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκκλησιασμός — ο (AM ἐκκλησιασμός) νεοελλ. το να εκκλησιάζεται κανείς, να μετέχει στη Θεία Λειτουργία αρχ. συνέλευση τού λαού … Dictionary of Greek
ἐκκλησιασμούς — ἐκκλησιασμός the holding an masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακκλησίαστος — και ακκλήσιαστος, η, ο [εκκλησιάζομαι] 1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος 2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία … Dictionary of Greek
εκκλησίασμα — το 1. εκκλησιασμός 2. το σύνολο τών εκκλησιαζομένων, αυτών που μετέχουν σε ιερή ακολουθία … Dictionary of Greek
εκκλησίασμα — το, ατος 1. ο εκκλησιασμός (βλ. λ.). 2. το σύνολο των χριστιανών που είναι μες στο ναό και εκκλησιάζονται: Και το εκκλησίασμα των πιστών έπεσαν όλοι στα γόνατα (Κ. Χρηστομάνος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)